ανοιχτόχειλος

ανοιχτόχειλος
-η, -ο
βλ. ανοικτόχειλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανοικτόχειλος — κ. ανοιχτόχειλος, η, ο αυτός που τα χείλη του είναι ανοιχτά ή στραμμένα προς τα έξω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”